ἐξάσκει

ἐξάσκει
ἐξασκέω
adorn
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἐξά̱σκει , ἐξασκέω
adorn
imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic)
ἐξασκέω
adorn
pres imperat act 2nd sg (attic epic)
ἐξασκέω
adorn
imperf ind act 3rd sg (attic epic)
ἐξασκέω
adorn
imperf ind act 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξασκεῖ — ἐξασκέω adorn pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐξασκέω adorn pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐξασκέω adorn pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἐξασκέω adorn pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • εξασκώ — εξάσκησα, εξασκήθηκα, εξασκημένος, μτβ. 1. ασκώ κάτι τελείως, εκγυμνάζω, εκπαιδεύω, προπονώ: Εξασκώ το σώμα μου. 2. εφαρμόζω στην πράξη ό,τι έμαθα θεωρητικά, ασκώ κάτι ως επάγγελμα: Εξασκεί τη δικηγορία. 3. επιβάλλω, εφαρμόζω κάποια δύναμη ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • απόστρατος — ο 1. (για στρατιωτικούς) αυτός που βρίσκεται σε αποστρατεία, που έχει αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία του στον στρατό 2. αυτός που δεν εξασκεί πια το επάγγελμά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + στρατός. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… …   Dictionary of Greek

  • ασκητής — ό (AM ἀσκητής, θηλ. ἀσκήτρια) [ασκώ] αυτός που ζει ασκητικά, ο ερημίτης νεοελλ. αυτός που ζει απομονωμένος σαν να είναι ασκητής αρχ. 1. εκείνος που κατέχει μια τέχνη ή εξασκεί κάποιο επάγγελμα 2. αθλητής …   Dictionary of Greek

  • εξασκώ — (AM ἐξασκῶ, έω) [ασκώ] μσν. νεοελλ. καλλιεργώ συστηματικά, ασχολούμαι αποδοτικά («εξασκώ την αρετή, τη νηστεία, την επιστήμη κ.λπ.») νεοελλ. 1. ασκώ πλήρως, εκγυμνάζω («εξασκώ τους νεοσυλλέκτους στη σκοποβολή») 2. ασχολούμαι επαγγελματικά… …   Dictionary of Greek

  • επιτηδευτής — ἐπιτηδευτής, ὁ (Α) [επιτηδευω] αυτός που εξασκεί κάτι («ἀπράγμονος ἐπιτηδευτής βίου», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • καταιγισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο σχηματίζεται μεγάλος αριθμός ιονιζόντων σωματιδίων από τη σύγκρουση σωματιδίων υψηλής ενέργειας με την ύλη. Τα σωματίδια υψηλής ενέργειας, κατά τη σύγκρουσή τους με τα άτομα ενός αερίου για παράδειγμα, απομακρύνουν… …   Dictionary of Greek

  • τελεφερίκ — (télépherique). Σύστημα εναέριας μεταφοράς ατόμων με σχοινιά. Οι τροχιές του τ. ή σχοινόδρομου, αποτελούνται από δύο συρματόσχοινα, ένα για κάθε διαδρομή. Τα οχήματα είναι μικροί ξύλινοι ή μεταλλικοί θάλαμοι, με συρόμενες θύρες και μεγάλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”